- χιτῶνος
- χιτώνgarment worn next the skinmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
риза — верхнее облачение священника при богослужении , ризка пеленка младенца, в которую его завертывают после крестин , укр. риза, блр. рiза, др. русск. риза одежда, облачение , ст. слав. риза ἱμάτιον, χιτών (Остром., Супр.), болг. риза рубаха ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Chiton (vêtement) — Pour les articles homonymes, voir Chiton (homonymie). L aurige de Delphes, revêtu d un chitôn long. Le chiton (en grec ancien χιτών / … Wikipédia en Français
ожереліе — Ожерелие ожереліе (1) 1. Часть одежды, облегающая горло; воротник: Не бысть ту брата Брячяслава, ни другаго Всеволода: единъ же изрони жемчюжну душу изъ храбра тѣла чресъ злато ожереліе. 34. Есть бо видѣти исполненомъ домомъ велможь их таковы и… … Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"
PTERYGIA — Graece Πτερύγια, quae et πτέρυγες et πτερὰ, sunt anguli vestium, αἱ γωνίαι alias. Hesych. Θετταλικὰ πτερὰ, τοῦτο εἴρηται διὰ τὸ πτέρυγας ἔχειν τὰς θετταλικὰς χλαμύδας. πτέρυγες δὲ καλοῦνται αἱ ἑκατέρωθεν γωνίαι, διὰ τὸ ἐοικέναι πτερυξι. Cuiusmodi … Hofmann J. Lexicon universale
εύμιτρος — εὔμιτρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μίτρα, ο στολισμένος με ωραία ταινία («εὐμίτροιο χιτῶνος», Μόσχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μίτρα] … Dictionary of Greek
μεταχθόνιος — μεταχθόνιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στη γη, στην ξηρά, ο επίγειος («μεταχθονίου χιτῶνος» χιτώνα σαν αυτόν που φορούν οι άνθρωποι στη γη, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χθονός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… … Dictionary of Greek